- γύαλον
- γύαλον, το (Α)1. κοίλο, ημιθωράκιο (στην Ιλιάδα, για να δηλωθεί το πρόσθιο και οπίσθιο μέρος τού θώρακα)2. κοίλωμα δοχείου, αγγείου3. κοίλωμα βράχου, σπηλιά4. πληθ. τα γυάλαα) (για πεδιάδες, κοιλάδες κ.λπ.) κοίλη χώραβ) φρ. «αἰθέρια γύαλα» — ο ουράνιος θόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλον ανάγεται σε ΙΕ *g(u) ul- «κοίλωμα (τού χεριού)» < *gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε Ι- (πρβλ. αγκάλη, ομφαλός)].
Dictionary of Greek. 2013.